- ακταίωρος
- ακταίωρός воен.1) (ο ) солдат береговой охраны; 2) (η ) патрульное судно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακταιωρός — ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός) φύλακας, φρουρός τών ακτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταί (ακτή Ι) + ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά … Dictionary of Greek
ακταιωρός — η μικρό πολεμικό πλοίο με προορισμό τη φρούρηση των ακτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγιαλοφύλαξ — αἰγιαλοφύλαξ ( ακος), ο (Α) φύλακας τής παραλίας, ο ακταιωρός* … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
ακταιωρία — η [ακταιωρός] 1. φρούρηση τών ακτών 2. το έργο τού ακταιωρού … Dictionary of Greek
ακταιωρώ — (Α ἀκταιωρῶ και ἀκτωρῶ έω) φρουρώ, φυλάω τις ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταίωρος και ἀκτωρός] … Dictionary of Greek
ακταιώριο — το [ακταιωρός] τόπος διαμονής τού ακταιωρού … Dictionary of Greek
ακτωρίς ναύς — και ακτωρό πλοίο πολεμικό πλοίο για την άμυνα τών ακτών, η ακταιωρός* … Dictionary of Greek
θωρακοβάρις — ιδος ή εως, ή ναυτ. ατμοκίνητη θωρακισμένη κανονιοφόρος τού παλαιού ναυτικού, εξοπλισμένη με βαρέα πυροβόλα και χρησιμοποιούμενη ως ακταιωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, κος + βάρις* με τη νεοελλ. σημασία «μικρή κανονιοφόρος». Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ντραπάχτη — και μπραμπάχτης, ο ναυτ. πολεμικό πλοίο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την άμυνα τών ακτών, ακταιωρός … Dictionary of Greek